- διαξαίνω
- V 0-0-0-0-1=1 Jdt 10,3to card, to comb
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
διαξαίνω — (Α διαξαίνω) [ξαίνω] 1. (για μαλλί) ξαίνω καλά, λαναρίζω 2. (για σάρκες) σχίζω, ξεσχίζω, κατασπαράζω αρχ. 1. εκκαθαρίζω, ξεπλένω 2. χτενίζω και δίνω ωραίο σχήμα στα μαλλιά μου 3. διέρχομαι, διασχίζω … Dictionary of Greek
διαξαίνω — διά ξαίνω scratch pres subj act 1st sg διά ξαίνω scratch pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)